Γράφει ο Άγγελος Μοναχικός
Σαν το χάδι του νερού, τόσο γρήγορα πέρασε ο καιρός.
Μέσα σε όλο αυτό το διάστημα, η κοινή ζωή μας.
Να μην ξεμακραίνουμε μου έλεγες.
Μηνύματα ατελείωτα όπου έσβηνε τα πάντα ο ερχομός μου.
Τηλεφωνήματα που σιγούσε ολάκερος ο πλανήτης για να σε ακούσω.
Ο φόρτισης ένα με το τηλέφωνο κι εγώ να καρτερώ να βγω απ’ το κλουβί μου μόλις εμφανιστείς.
Σε σύνδεση έλεγε κι εσύ αδιάβαστο με άφηνες, και ανανέωση στην ανανέωση μεχρι που και το τηλέφωνο με μούντζωνε.
Και μέσα στα τρία αυτά λεπτά οι εκατόν είκοσι τέσσερις ανανεώσεις μου φαίνονταν σαν μια.
Ενεργή πριν τρία λεπτά.
Και μέσα στο μυαλό μου σενάρια συνομιλιών με τρίτους και τέταρτους και σένα σε είχε πάρει ο ύπνος με το κινητό στο χέρι.
Τα εξακόσια τριάντα δύο μηνύματα που έβρισκες το πρωΐ ήταν υπερβολικά μου έλεγες και ότι θα έπρεπε να κοιμηθώ ενω εσύ έλειπες, και πως κοιμούνται οι άνθρωποι χώρια σε ρωτούσα κι εσύ με έλεγες χαζό και μου χαμογελούσες.
Θυμάσαι όταν σου έκανα φωνές από ζωάκια στο τηλέφωνο κι εσύ ξαφνιασμένη μου έλεγες πήρες γατάκι;
Κι εγω χαΐδευα την φωτογραφία σου να απαλύνω την απόσταση.
Θυμάσαι τότε που σε έσβησα από φίλη γιατί ζήλεψα το ψεύτικο προφίλ που σου σχολίαζε ερωτικά και σου έβαζε καρδούλες;
Κι εμένα η πίεση γινόταν μεγαλύτερη από αυτή που έχει το λάστιχο του φορτηγού.
Θυμάμαι που σου είχα στείλει μήνυμα και σου έγραψα βγες στο μπαλκόνι λίγο να σε δω, κι εσυ με έπαιρνες τηλέφωνο για να δεις που είμαι.
Θυμάμαι τόσα πολλά που νομίζω ότι τα περισσότερα τα έχω βγάλει από το μυαλό μου.
Θυμάσαι τότε που μου έδωσες μια λίστα να παω σουπερμάρκετ κι εγώ πήγα με τα πόδια τρία χιλιόμετρα και γύρισα λες και με είχες στείλει στον πολεμο, κι εσύ γελούσες γιατί πίστεψες ότι πηγα με το αυτοκίνητο.
Πόσες αναμνήσεις μπορώ να σου εξιστορήσω άραγε.
Πέρασε πολύς καιρός και όλα αυτά που είπα τα ξέρεις.
Πρόσθεσε και άλλη μια όμως που δεν την έζησες.
Είμαι τέσσερις ώρες κάτω από το σπίτι σου,η ώρα είναι 04:47, έχεις σβηστά όλα τα φώτα, και είμαι σίγουρος ότι κάνει πολύ ζεστή μέσα.
Κάθομαι απέναντι στα δυο σκαλάκια, έχει δύο ώρες που βρέχει και τρέμω ολόκληρος από το κρύο, έσπασα και το στυλό από τα νεύρα μου γιατί δεν έγραφε επάνω στο μουσκέμενο χαρτί.
Τελικά δεν ήμουν άρρωστος από ζήλια.
Απο αγάπη αρρώστησα…