Γράφει η Nubes
Ήτανε κάποτε λατρεία σ’ ένα σπίτι εσύ κι εγώ. Δυο φεγγάρια στην αυλή του, δύο ζευγάρια αθώα, παιδικά χαμόγελα και τ’ αστέρια στη σκεπή του, ένα όνειρο να ζω. Για θυμήσου στην αρχή πόσο σε ήθελα, πόσο με ήθελες. Όνειρα κάναμε σπίτι να βρούμε, μαζί να μείνουμε να κοιμηθούμε. Όλα τακτοποιημένα στη ζωή, όλα “φυσιολογικά”. Για μένα, για σένα, για τον κόσμο όλο.
Ποιο άραγε είναι το φυσιολογικό; Να βρεις τον άνθρωπο σου, να κάνεις οικογένεια, να δουλεύεις, να’ σαι χαρούμενος. Ευτυχισμένος! Κι η ευτυχία τι περικλείει; Όλα αυτά είναι η ευτυχία; Αν ήταν όλα αυτά ευτυχία, τότε τι πήγε λάθος; Δύο γλυκά παιδικά μουτράκια με τις γκρίνιες τους, τα νάζια τους, την αθωότητα τους και τη σιγουριά για τον μπαμπά και τη μαμά. Πάντα εκεί. Μαζί σε όλα…
Πριν ξεσπάσει η καταιγίδα, τόσα θαύματα που είδα μ’ είχαν κάνει όλον τον κόσμο ν’ αγαπώ. Με διεκδίκησες πολύ, με αξιοπρέπεια, δυναμισμό, αυτοπεποίθηση. Μου είπαν όχι, δεν είναι για σένα. Για μένα το όχι έφερνε αντίδραση. Θα το κάνω κι όπου με βγάλει..
Και σ’ ακολούθησα. Κινήσεις εγωισμού, αντίδρασης και πορεία στο άγνωστο. Το άγνωστο έγινε γνώριμο, οικείο, αγαπημένο. Κομμάτι μου. Ή κτήμα μου και θύμα μου; Και σπίτι βρήκαμε και το νοικιάσαμε. Εσύ τα έχεις όλα, μου έλεγαν, πρέπει να είσαι ευτυχισμένη. Είμαι, δεν είμαι; Αγαπώ… Κι αγαπώ σημαίνει ν’ ανταμώνουν ξένοι. Και οι δυο τους να ‘ναι απ’ όλα πιο πολύ. Εξάλλου ο έρωτας για μένα ήταν μια ουτοπία, στη σφαίρα της φαντασίας και στις δακρύβρεχτες ιστορίες αγάπης. Άμα έχεις την αγάπη, τι να τον κάνεις τον έρωτα;
Και ξαφνικά! Έρωτας το βλέπω είσαι, πυροτέχνημα που ήρθε κι έσκασε στα μάτια μου μπροστά. Χίλιους όρκους πήρα πίσω… Τα ‘χασα, που ήρθε ξαφνικά! Τέλειο, ονειρεμένο συναίσθημα. Μ’ ένα μόνιμο χαμόγελο και μια ενέργεια απίστευτη. Ένιωσα πως ήμουν σε χειμέρια νάρκη και ξύπνησα. Και ζούσα! Μαζί σου, μόνο εγώ κι εσύ! Μα εγώ δεν ήμουν μόνη… Υπήρχαν εμπόδια ανυπέρβλητα! Μα ο έρωτας όλα τα γκρεμίζει στο πέρασμα του. Εξάλλου στον έρωτα και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται! Επιτρέπονται όντως; Όλα;
Μιλάς και γκρεμίζεις τον κόσμο του ανθρώπου που αγάπησες, και γκρεμίζεις τον κόσμο σου. Κι έρχεται η απορία, η αμφισβήτηση, τα παρακάλια, το κλάμα, ο θυμός, το μίσος. Περνάς όλα τα στάδια, μα δεν υποχωρείς. Έρωτας είναι, πώς να αντισταθώ; Έρωτας είναι, την πάτησα κι εγώ.
Δύο σπίτια, δύο ζωές, δύο ζευγάρια απορημένα παιδικά ματάκια με μια μόνιμη μελαγχολία. Κι εσύ διαλυμένος, σκιά του εαυτού σου, πληγωμένος εγωισμός και αναπάντητα γιατί. Βαρύ της φυγής μου το τίμημα, μελαγχολία και μάτια σπασμένα, κάθε ίχνος δικό μου το έσβησες και κομμένα τα λόγια μ’ εμένα! Εσύ πάλι εκεί να περιμένεις το ξεκαθάρισμα, να διεκδικείς, να βιάζεσαι. Κι εγώ διχασμένη. Δάκρυα, αδιέξοδο. Κι είπα να σ’ αφήσω, μια ζωή σε δυο αγάπες να μοιράζω με τρομάζει. Είπα να σ’ αφήσω, μα η νύχτα είναι δρόμος που στα χέρια σου με βγάζει. Και γίναμε στρατόπεδα κι έμεινα μόνη εγώ με τον έρωτα κι οι δικοί μου να πολεμάνε για την αγάπη. Για το καλό μου.
Μα εγώ θα πολεμήσω, αποφάσισα! Δεν γυρίζω πίσω. Μόνο που κάτι ξέχασα. Φεύγοντας, ξέχασα να πάρω την καρδιά μου. Άργησες να έρθεις, έρωτα, και σε πρόλαβαν άλλοι. Την είχα δώσει την καρδιά μου σε δυο αγγελούδια, που πήραν σάρκα από τη σάρκα μου κι αίμα απ’ την καρδιά μου. Δεν ήξεραν από έρωτα, δεν έφταιξαν σε τίποτα, που άργησες να έρθεις. Ήθελαν μόνο τον μπαμπά και τη μαμά μαζί. Κι εσύ δεν χώραγες μαζί τους! Δεν έπρεπε να πληρώσουν αυτά το τίμημα της ανευθυνότητας, της επιπολαιότητας, των δικών μου επιλογών. Ήμουν μικρή έλεγα, δεν ήξερα τι ήθελα, μα υπήρχε μια διαφορά! Η επιλογή του ανθρώπου, που θα φέρεις μαζί του στον κόσμο ζωές, δεν είναι απόφαση για επιλογή σπουδών στο πανεπιστήμιο. Δεν ξαναδίνεις εξετάσεις για άλλο κλάδο. Τα παιδιά θυμούνται. Ήτανε λάθος μου να φτάνω στην υπερβολή. Ήτανε λάθος μου, λες κι είχα μια ζωή διπλή.
Ήτανε λάθος μου, όμως να ξέρεις πως εσένα μόνο αγάπησα απ’ όλους πιο πολύ. Μα απαγορεύεται να μελαγχολούν τα ματάκια τους, μου απαγορεύεται, μου το απαγορεύω! Κι έτσι δεν έχω πια δικαίωμα στο όνειρο να ελπίζω, μα στην καρδιά μου σ’ έκλεισα κι αυτό είναι που πονά…